θρυπτοφάνη

θρυπτοφάνη
η
(βιοχ.) αμινοξύ, πρόδρομος τής σεροτονίνης και τού νικοτιναμιδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophan < trypto- (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + -phan (πρβλ. αόρ. β' ε-φάν-ην τού φαίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρυπτοφανάση — η (βιοχ.) ένζυμο που περιέχεται σε ορισμένα βακτήρια και το οποίο καταλύει τον σχηματισμό ινδολίου από θρυπτοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophanase < trypto (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + phan (πρβλ. ε φάνην τού φαίνω) +… …   Dictionary of Greek

  • ξανθομματίνη — η βιολ. κίτρινη χρωστική, προϊόν μεταβολισμού τού αμινοξέος θρυπτοφάνη …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… …   Dictionary of Greek

  • σκατόλιο — το, Ν χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, γνωστή και ως β μεθυλινδόλιο, που σχηματίζεται κατά τη σήψη ή την θέρμανση αλβουμινοειδών υλικών που περιέχουν θρυπτοφάνη, παρουσία αλκαλίων, και η οποία είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό που αποκτά καστανή… …   Dictionary of Greek

  • αλβουμίνες — Ομάδα απλών πρωτεϊνών, με ουδέτερο ή ασθενώς όξινο χαρακτήρα. Οι α. αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο και θείο (μέχρι 2%) και περιέχουν σχεδόν όλα τα αμινοξέα, τα οποία μπορούν να ληφθούν με φυραματική διάσπαση ή όξινη υδρόλυση. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”